καθέδριος

καθέδριος
καθέδρ-ιος, ον,
A of or for sitting,

σχῆμα Antyll.

ap. Orib.9.14.6, Aët.15.5; καθέδριόν τινα σχηματίζειν ib.7;

-ιος σχηματιζέσθω Id.8.51

.
2 sedentary,

βίος Sor. 1.27

.
II Subst. [suff] καθέδρ-ιον, τό, small chair, ib.106; gloss on διέδριον, Zonar.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθέδριος — καθέδριος, ον (Α) [καθέδρα] 1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε καθέδρα, σε κάθισμα 2. ο ξαπλωμένος σε κάθισμα 3. καθιστικός, αδρανής («καθέδριος βίος») 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καθέδριον μικρό κάθισμα …   Dictionary of Greek

  • καθέδριος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέδριον — of neut nom/voc/acc sg καθέδριος of masc/fem acc sg καθέδριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικουροκαθέδριος — οἰκουροκαθέδριος, ον (Μ) φρ. «οικουροκαθέδριος βίος» μονήρης βίος, οικιακός βίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκουρός «αυτός που μένει στο σπίτι» + καθέδριος «καθιστικός»] …   Dictionary of Greek

  • καθεδρίου — καθέδριον of neut gen sg καθέδριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεδρίων — καθέδριον of neut gen pl καθέδριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθεδρίῳ — καθέδριον of neut dat sg καθέδριος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”